βαριόθυμος
Смотреть что такое "βαριόθυμος" в других словарях:
βαριόθυμος — η, ο βλ. βαρύθυμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαριόθυμος — η, ο βλ. βαρύθυμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)